πλίνθος

πλίνθος
πλίνθος, , rarely [full] πλίνθον, τό (v. infr. 11.1),
A brick, whether sun- or fire-baked,

πλίνθοι ὀπταί Hdt.1.180

, 186, Ar.Av.552, X.An.2.4.12, cf. Alc.153, PAmh.2.99 (a) 9 (ii A. D.), etc.; π. κεραμεαῖ, γήϊναι, X.An. 3.4.7, 7.8.14 (opp.

ὠμὴ π. Paus.8.8.7

); πλίνθους ἑλκύσαι, εἰρύσαι, make bricks, Hdt.1.179, 2.136; ὀπτᾶν bake them, Id.1.179; δόμοι πλίνθου (in collect. sense) layers of brick, ibid., cf. Th.3.20 (pl.); πλίνθους ἐπιτιθέναι, of torture by pressing, Ar.Ra.621: prov., π. πλύνειν, of useless trouble, Com.Adesp.891, Zen.6.48;

ὕδατι νίζειν θολερὰν διαειδέϊ π. Theoc.16.62

.
II any brick-shaped body,
1 stone squared for building, IG12.372.10, al.: pl. πλίνθα squared blocks of marble, Sardis7(1) No.93.3.
2 ingot of gold or silver, Plb.10.27.12, Luc. Cont.12; of lead, Dsc.5.88; metal plate let into a threshold, SIG 247i22 (Delph., iv B.C.), IG42(1).102.73 (Epid., iv B.C.).
3 plinth of a column, Milet.7.59, Supp.Epigr.4.447.17 (Didyma, ii B.C.), Vitr.4.7.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλίνθος — brick fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλίνθος — Ευρύτατη ποικιλία οικοδομικών υλικών τα οποία κατασκευάζονται από αργιλώδη γη. Γενικότερα είναι γνωστός με την ονομασία τούβλο. Η πρώτη ύλη καθαρίζεται, αναμειγνύεται με νερό, τοποθετείται σε καλούπια, ξεραίνεται και, τέλος, ψήνεται σε ειδικά… …   Dictionary of Greek

  • πλίνθοι — πλίνθος brick fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλίνθους — πλίνθος brick fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορτόπλινθος — η, ΝΜΑ, και χορτόπλινθος, ο, Ν πλίνθος από χώμα ανακατεμένο με χόρτα και ρίζες, πλιθί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + πλίνθος (πρβλ. ὠμό πλινθος)] …   Dictionary of Greek

  • ωμόπλινθος — η, / ὠμόπλινθος, ΝΑ πλίνθος που δεν έχει ψηθεί σε καμίνι αλλά έχει ξηρανθεί στον ήλιο, αλλ. ωμή πλίνθος, κν. πλίθρα και πλιθί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + πλίνθος] …   Dictionary of Greek

  • плита — укр. плита плита , др. русск. плита камень, кирпич (часто; см. Срезн. II, 965), болг. плита (Младенов 430), возм., сербохорв. пли̏тица мелкая миска . Скорее всего, родственно греч. πλίνθος кирпич , которое сближают, далее, с англос. flint кремень …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • КОЛОННА —    • Columna,          στήλη или στυ̃λος, также κίων, столб, колонна. Первоначально столбы служили только для удобства, как подпора крыши; сначала они состояли, вероятно, из древесных стволов или неотесанных каменных глыб и только мало помалу… …   Реальный словарь классических древностей

  • ανθρακόπλινθος — η η πλίνθος που κατασκευάζεται απο καρβουνόσκονη. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + πλίνθος. Η λ. μαρτυρείται στον πληθυντικό (ανθρακόπλινθοι, αι) απο το 1898 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • γαιανθρακόπλινθος — ο πλίνθος που γίνεται με συμπίεση (ή με προσθήκη κολλητικής ουσίας) από σκόνη λιθανθράκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαιάνθρακας + πλίνθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωΐα] …   Dictionary of Greek

  • οπτόπλινθον — ὀπτόπλινθον, τὸ (Α) οπτόπλινθος, ψημένη πλίνθος, τούβλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (ΙΙ) «ψημένος» + πλίνθος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”